- προαιρετικός
- -ή, -ό / προαιρετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι]νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά»)αρχ.1. αυτός που έχει την τάση, τη διάθεση να προαιρείται, να αποφασίζει με ελεύθερη βούληση ή αυτός που αποφασίζει ελεύθερα, εκουσίως2. αυτός που γίνεται για έναν συγκεκριμένο σκοπό3. φρ. α) «τὸ προαιρετικὸν τῆς ψυχῆς» — η δύναμη τού να προβάλλει κανείς κάτι ως σκοπό, βούλησηβ) «προαιρετικὰ νεῡρα» — τα κινητήρια νεύρα.επίρρ...προαιρετικώς / προαιρετικῶς ΝΑ, και προαιρετικά Νμε ελεύθερη βούληση, κατ' εκλογήν, θεληματικά, εκουσίως.
Dictionary of Greek. 2013.